- ὄξυθριξ
- ὄξυ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, perh.A light-haired or bristly-haired, Cat.Cod.Astr.7.198.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύθριξ — ὀξύθριξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά ή αυτός που έχει αγκαθωτά, σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ)] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek